ραφφινόζη

ραφφινόζη
η, Ν
(βιοχ.) μη αναγωγικός τριολοζίτης, που απαντά σε ορισμένα φυτά και ιδιαίτερα στις ρίζες τών παντζαριών, στους σπόρους λεγκουμινωδών και στον ευκάλυπτο, και με ατελή υδρόλυση δίνει φρουκτόζη και μελιβιόζη, αλλ. μελιτόζη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raffinose (< γαλλ. raffiner «καθαρίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”